στρόφιο

στρόφιο
το / στρόφιον, ΝΑ [στρόφος]
νεοελλ.
1. ιατρ. είδος δερματοπάθειας, στρόφαλος
2. ναυτ. πλεκτός δακτύλιος με πολλά λεπτά σχοινιά κατασκευασμένος στην άκρη χοντρού σχοινιού για τη στερέωση τού σχοινιού σε ιστό ή σε δοκό τού πλοίου
αρχ.
1. υποκορ. μικρή ταινία με την οποία οι γυναίκες έδεναν τα μαλλιά τους ή στερέωναν το στήθος τους, κεφαλόδεσμος ή στηθόδεσμος
2. κοσμητική ταινία που φορούσαν οι ιερείς στο κεφάλι τους
3. (κατά τον Ησύχ.) «στρογγύλη ζώνη».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοχλιοστρόφιο — και κοχλιοστροφείο, το εργαλείο με το οποίο στρέφεται ο κοχλίας, εργαλείο που χρησιμοποιείται για βίδωμα και ξεβίδωμα, κατσαβίδι, βιδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + στρόφιο (< στροφή < στρέφω), πρβλ. πηλο στρόφιον, χειλο στρόφιον. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • στροφιούχος — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Ερμού) αυτός που φορεί στρόφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφιον + οῦχος* (< ἔχω»)] …   Dictionary of Greek

  • Κρίσος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε ιδρυτής της φωκικής πόλης Κρίσας (βλ. λ.), η οποία έλαβε από εκείνον την ονομασία της. Ήταν γιος του Φώκου και της Αστεροδείας και δίδυμος αδελφός του Πανοπέα, με τον οποίο φιλονικούσαν ήδη,… …   Dictionary of Greek

  • Πυλάδης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος γνωστός για τη φιλία και αφοσίωσή του προς τον Ορέστη. Ο Π. ήταν γιος του βασιλιά της Φωκίδας Στροφίου και της Αναξίβιας, όπου είχε σταλεί ο Ορέστης μετά τον φόνο του πατέρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”